δονώ — δονώ, δόνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δονώ — δόνησα, δονήθηκα, δονημένος 1. τραντάζω, σείω, ταρακουνώ: Το κτίριο δονήθηκε από την ισχυρή έκρηξη. 2. μτφ., συγκινώ, συγκλονίζω: Ο θάνατός του δόνησε όλο το χωριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δονῶ — δονέω shake pres subj act 1st sg (attic epic doric) δονέω shake pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδονώ — ( έω) (Α ἀναδονῶ) νεοελλ. δονώ εκ νέου, φέρνω νέα αναταραχή αρχ. ανακινώ, αναταράσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δονῶ] … Dictionary of Greek
συνδονώ — έω, ΜΑ δονώ, συνταράζω κάτι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δονῶ «πάλλω, τινάζω»] … Dictionary of Greek
αδόνητος — η, ο (Α ἀδόνητος, ον) [δονῶ] αυτός που δεν δονείται ή δεν δονήθηκε, ασάλευτος, ακλόνητος νεοελλ. ασυγκίνητος, άσπλαχνος, σκληρός … Dictionary of Greek
αεροδόνητος — η, ο (Α ἀεροδόνητος, ον) αυτός που δονείται, που σείεται από τον αέρα αρχ. αυτός που τινάζεται από τον αέρα σε μεγάλο ύψος, που ανεβαίνει στα ύψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + δονῶ] … Dictionary of Greek
αλιδινής — ἁλιδινής, ὲς και ἁλίδονος, ον (Α) αυτός που κλυδωνίζεται από τη θάλασσα ή μέσα σ’ αυτήν, που ρίχνεται εδώ κι εκεί, ο θαλασσοδαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + δονος (< δονῶ)] … Dictionary of Greek
διαδονώ — διαδονῶ ( έω) (AM) δονώ, σείω, τραντάζω πέρα ως πέρα («τὰ θεμέλια τῆς γῆς, διεδονοῡντο») … Dictionary of Greek
δνοπαλίζω — (Α) σείω βίαια, καταρρίπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό τών δονώ* και πάλλω*] … Dictionary of Greek